Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελισμός,
οῦ
(
ὁ
)
démembrement,
Plut.
M.
355
b
.
Étym.
διαμελίζω
.