Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέλλησις,
εως
(
ἡ
)
délai, retard,
Thc.
5, 99
.
Étym.
cf.
διαμέλλω
.