Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμιγνύω
διαμικρολογέομαι-οῦμαι
διαμιλλάομαι-ῶμαι
δια·μικρολογέομαι-οῦμαι
[
μῑ
] (
impf. 3 sg.
διεμικρολογεῖτο
) opposer de petites raisons :
πρός τινα
,
Plut.
Sol.
30
, à qqn,
c. à d.
chicaner qqn.