διαγινώσκω

διαγκυλέομαι-οῦμαι

διαγκυλίζομαι
δι·αγκυλέομαι-οῦμαι [] (seul. pf. pass. part. διηγκυλημένος) c. les suiv. Luc. J. conf. 15 ; Hdn 1, 14.