διαγκυλέομαι-οῦμαι

διαγκυλίζομαι

διαγκυλόομαι-οῦμαι
δι·αγκυλίζομαι [] (seul. pf. pass. part. διηγκυλισμένος) c. le suiv. Xén. An. 4, 3, 28 ; 5, 2, 12.
Étym. var. -ωμένος, v. le suiv.