διάφαυσις

διαφαύσκω

διαφεγγής
δια·φαύσκω (seul. prés.) commencer à briller : ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ (ion.) Hdt. 3, 86 ; 9, 45 ; ou abs. ἄρτι διαφαύσκοντος, Pol. 31, 22, 13, le jour commençant à poindre.