διαφίημι

διαφιλονεικέω-ῶ

διαφιλοσοφέω-ῶ
δια·φιλονεικέω-ῶ (ao. διεφιλονείκησα) [φῐ] être en lutte, disputer fortement avec qqn, Arstt. Soph. el. 3, 1 ; Plut. Alex. 29 ; DL. 3, 34.