διαφθορεύς

διαφίημι

διαφιλονεικέω-ῶ
δι·αφίημι (f. διαφήσω, ao. διαφῆκα, etc.) laisser aller, congédier, acc. (une armée) Xén. Hell. 3, 2, 24 ; 4, 4, 13 ; Pol. 2, 54, 14 ; Lib. 1, 544 ; (une assemblée) Pol. 3, 109, 13.