διαφόρημα

διαφόρησις

διαφορητικός
διαφόρησις, εως ()
1 pillage, Plut. Cor. 9, Cic. 14 ||
2 agitation de l’esprit, trouble, Plut. M. 389a ||
3 évacuation, sécrétion d’humeurs, Gal. 10, 310.
Étym. διαφορέω.