διαφόρησις

διαφορητικός

διαφόρητος
διαφορητικός, ή, όν :
1 qui peut écarter ou supprimer, gén. Diosc. 1, 30 ; Gal. 2, 36a ||
2 qui facilite la transpiration, P. Eg. 3, 7 ; Aristox. (A. Gell. 4, 11) ||
Sup. -ώτατος, Gal. 13, 501.
Étym. διαφορέω.