Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διά·πικρος,
ος, ον,
[
πῐ
] très amer,
DS.
2, 48 ;
19, 98
.
Étym.
διά, πικρός
.