διαπλανάω-ῶ

διάπλασις

διαπλασμός
διάπλασις, εως () [ᾰσ]
1 formation, A. Aphr. Probl. 2, 72 ||
2 réduction d’une luxation, Gal. 2, 172d, 174d.
Étym. διαπλάσσω.