διαπονητέον

διάπονος

διαπόντιος
διά·πονος, ος, ον :
1 exercé à la fatigue, Plut. Mar. 26 ||
2 exercé, en gén. : πρός τι, Plut. M. 135f, à qqe ch.
Étym. διά, πένομαι.