διαπορέω-ῶ

διαπόρημα

διαπόρησις
διαπόρημα, ατος (τὸ)
1 agitation, inquiétude, Hpc. Acut. 391 ||
2 difficulté, doute, Arstt. An. post. 2, 8, 8, etc.
Étym. διαπορέω.