Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπόρησις,
εως
(
ἡ
)
embarras, doute,
Pol.
28, 3, 6 ;
t. de gr.
Dysc.
Adv.
534, 16
.
Étym.
διαπορέω
.