Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψιθυρίζω
διαψηφιστός,
ή, όν,
élu par un vote,
Arstt.
Rhet. Al.
3, 17
.
Étym.
vb. de
διαψηφίζομαι
.