διαψηφισμός

διαψηφιστής

διαψηφιστός
διαψηφιστής, οῦ () collecteur de votes, d’où p. ext. collecteur, en gén. p. suite, percepteur d’impôts, Bas. 4, 145b.
Étym. διαψηφίζομαι.