διάπτω

διάπτωμα

διάπτωσις
διάπτωμα, ατος (τὸ) chute, faux pas, fig. c. à d. faute, Philém. (Ath. 516f) ; Pol. 16, 17, 8 ; Plut. M. 468a, 1047c.
Étym. διαπίπτω.