διάπτωμα

διάπτωσις

διαπυέω-ῶ
διάπτωσις, εως ()
1 chute, faux pas, égarement, erreur, Plut. M. 800a ; Sext. M. 7, 423 ||
2 douleur, Spt. 1 Par. 1, 4, 9.
Étym. διαπίπτω.