διάπυκνος

διαπυκτεύω

διαπύλιον
δια·πυκτεύω, combattre à coups de poing, d’où lutter : τινί, contre qqn, Xén. Cyr. 7, 5, 53 ; Arr. Epict. 2, 21, 11 ; fig. Luc. Gall. 22.