διαρμόζω

διαρπαγή

διαρπάζω
διαρπαγή, ῆς () [πᾰ]
1 pillage, Hdt. 9, 42 ; Spt. Num. 14, 3 ; etc. ||
2 concussion, Pol. 10, 16, 6.
Étym. διαρπάζω.