διαρροΐζομαι

διαρροϊκός

διάρρομϐος
διαρροϊκός, ή, όν, atteint de diarrhée, Ruf. (Orib. 2, 92, 1 B.-Dar.) ; A. Tr. 8, 414.
Étym. διάρροια.