διαρροιζέω-ῶ

διαρροΐζομαι

διαρροϊκός
δια·ρροΐζομαι, avoir la diarrhée, Diosc. 4, 89 et 104 ; Arr. Epict. 4, 10, 11 ; A. Aphr. Probl. 34, 6 et 13 ; Hippiatr. p. 250.