διασκάπτω

διασκαριφάομαι-ῶμαι

διασκατόω-ῶ
δια·σκαριφάομαι-ῶμαι [κᾰῑ] (inf. ao. -ήσασθαι) saper, d’où fig. ruiner, détruire, acc. Isocr. 142a.