Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διασκαριφάομαι-ῶμαι
διασκατόω-ῶ
διασκεδάννυμι
δια·σκατόω-ῶ
(
seul.
part. pf. pass.
διεσκατωμένη
) souiller profondément,
Diog. trag.
(
Clém.
492
).
Étym.
διά, σκατ-
th.
de
σκώρ
.