Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διασοϐέω-ῶ
διασόϐησις
διασοφίζομαι
διασόϐησις,
εως
(
ἡ
) vive agitation, trouble,
M. Ant.
11, 12
.
Étym.
διασοϐέω
.