διάσφαξις

διασφάς

διασφάττω
διασφάς, άγος () [ᾰγ]
1 intervalle entre deux rochers, d’où crevasse, précipice, Hdt. 2, 158, etc. ||
2 cavité, Opp. H. 1, 744.
Étym. διασφάττω.