Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διασφάλλω
διάσφαξις
διασφάς
διάσφαξις,
εως,
ion.
-ιος
(
ἡ
) crevasse, fente,
Hpc.
1006
c
(
sel. d’autres
διάστασις
).
Étym.
διασφάττω
.