διασφετερίζομαι

διασφηκόω-ῶ

διασφηνόω-ῶ
δια·σφηκόω-ῶ :
1 changer en guêpe, Ar. Vesp. 1072 (part. pf. pass. διεσφηκωμένος) ||
2 attacher ou brider solidement ; Nonn. D. 25, 189.
Étym. διά, σφήξ.