διασφηκόω-ῶ

διασφηνόω-ῶ

διασφήνωσις
δια·σφηνόω-ῶ (ao. inf. -ῶσαι) fendre avec un coin, ouvrir, Mégès (Orib. 3, 636 B.-Dar.).
Étym. διά, σφήν.