διαστατικός

διαστατικῶς

διάστατος
διαστατικῶς [τᾰ] adv.
1 en prononçant séparément, avec diérèse, Dysc. Adv. 560, 6 Bkk. ||
2 par parties, par fragments, Porph. Sent. p. 241, 9.