διασωφρονίζομαι

διαταγή

διάταγμα
διαταγή, ῆς () [τᾰ] ordonnance, prescription, Spt. 2 Esdr. 4, 11 ; NT. Ap. 7, 53 ; Rom. 13, 2 ; Ruf. (Orib. 1, 544 B.-Dar.).
Étym. διατάσσω.