διατεσσάρων

διατεταμένως

διατετραίνω
διατεταμένως [τᾰ] adv. avec contention, avec effort, de toute sa force, Arstt. Nic. 9, 4, 10 ; 10, 4, 9 ; Plut. Cato mi. 26.
Étym. διατείνω.