διατεταμένως

διατετραίνω

διατήκω
δια·τετραίνω, trouer, percer, Hdt. 3, 12 (fut. ind. 2 sg. -τετρανέεις) ||
Moy. (ao. 3 sg. διετετρήνατο) m. sign. Ar. Th. 18 (cf. διατιτραίνω, *διατιτράω et διατίτρημι).