Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατόρευμα,
ατος
(
τὸ
), ouvrage ciselé,
Spt.
3 Reg.
7, 31
.
Étym.
διατορεύω
.