διατοξεύσιμος

διατοξεύω

διατόρευμα
δια·τοξεύω (ao. 3 sg. διετόξευσεν) lancer comme une flèche, acc. Hld. 5, 32 ||
Moy. disputer le prix de l’arc, Xén. Cyr. 1, 4, 4 ; τινί, Parth. 4, à qqn.