Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διατραγῳδέω-ῶ
διάτραμις
διατρανόω-ῶ
διά·τραμις,
εως
(
ὁ, ἡ
) [
ᾰμ
] « au périnée défoncé »,
v.
λισπόπυγος,
Stratt.
(
Poll.
2, 184
).
Étym.
διά, τράμις
.