διάτραμις

διατρανόω-ῶ

διατραχηλίζω
δια·τρανόω-ῶ [ᾱν] (ao. 3 sg. διετράνωσεν) exposer clairement, Nicom. Harm. 7, p. 249, l. 3 Jan, Theol. 47 ; Jambl. V. Pyth. p. 258.