διάτριτος

διάτριχα

διάτριψις
διά·τριχα [ῐχᾰ] (ou mieux διὰ τρίχα) adv. en trois parties, en trois, Il. 2, 655, Hh. Cer. 86 ; A. Rh. 2, 997 ; Call. Jov. 61.