διατριπτικός

διάτριτος

διάτριχα
διά·τριτος, ος, ον [ῐτ] qui revient tous les trois jours, t. de méd. Sext. 121 ; Gal. 10, 346 ; Hérodotus (Orib. 1, 413 B.-Dar.).
Étym. διά, τρίτος.