διχόϐουλος

διχογνωμονέω-ῶ

διχογνώμων
διχογνωμονέω-ῶ [] être d’avis contraire, Xén. Mem. 2, 6, 21 ; DC. 44, 25 ; Lib. 4, 809.
Étym. διχογνώμων.