διχόμηνος

διχόμυθος

διχονοέω-οῶ
διχό·μυθος, ος, ον [ῐῡ] qui tient deux langages, Sol. et Pittac. (DL. 1, 61 et 78) ; Eur. Or. 890 ; A. Lib. 23.
Étym. δίχα, μῦθος.