διχόμηνις

διχόμηνος

διχόμυθος
διχό·μηνος, ος, ον [] du milieu du mois : σελήνη δ. Hh. 32, 11 ; Plut. Flam. 4, M. 288b, 658f ; Geop. 10, 48, lune du milieu du mois, c. à d. pleine lune ; subst. ἡ δ. Arat. 808, pleine lune.
Étym. cf. διχομηνία.