διχόνοια

διχόνοος-ους

δίχοος-ους
διχό·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] dont l’esprit est double, c. à d.
1 irrésolu, incertain, Phil. 2, 663 ||
2 équivoque, fourbe, Phil. 2, 269, 469.
Étym. δίχα, νόος.