διχόνοος-ους

δίχοος-ους

δίχορδος
δί·χοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] qui contient deux conges, de deux conges, Posidon. (Ath. 495a) ; τὸ δίχουν, Diosc. 3, 59, mesure de deux conges.
Étym. δίς, χόος.