δίχοος-ους

δίχορδος

διχόρειος
δί·χορδος, ος, ον [] à deux cordes, Sopatr. (Ath. 183b) ; τὸ δίχορδον, Euphron (Ath. 380b) le dichorde, instrument à deux cordes.
Étym. δίς, χορδή.