διχοτόμησις

διχοτομία

διχοτομιαῖος
διχοτομία, ας () [δῐ] division en deux parties égales, Arstt. P.A. 1, 3, 21 ; Plut. M. 932e ; au plur. Arstt. G.A. 4, 10, 6.
Étym. διχότομος.