διδάσκω

διδαχή

δίδημι
διδαχή, ῆς () [ῐᾰ] enseignement, instruction, Hdt. 3, 134 ; 5, 58 ; Thc. 1, 120 ; Plat. Rsp. 536d, etc. ; διδαχὴν ποιεῖσθαι, Thc. 4, 126, etc. donner des enseignements.
Étym. διδάσκω.