διδασκαλικῶς

διδασκάλιον

διδάσκαλος
διδασκάλιον, ου (τὸ) [ῐκᾰ]
1 enseignement, instruction, Hdt. 5, 58 ; d’où leçon, Xén. Eq. 11, 5 ||
2 au plur. honoraires d’un maître, Plut. Alex. 7 ||
3 postér. école, Bas. 1, 68 b Migne (cf. διδασκαλεῖον).
Étym. διδάσκαλος.