διδασκαλικός

διδασκαλικῶς

διδασκάλιον
διδασκαλικῶς [ῐκᾰ] adv. à la manière de ceux qui enseignent, méthodiquement, Plat. Crat. 388b ; Pol. 6, 3, 5 ||
Cp. -ώτερον, Hermog. ; Dioph. de mult. num. p. 14. Sup. -ώτατα, Clém. 380.